λοίμωξη

λοίμωξη
Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι παθογόνοι, αλλά και αυτοί για να προκαλέσουν λ. θα πρέπει όχι μόνο να μολύνουν, δηλαδή να μπουν στον ανθρώπινο οργανισμό, αλλά και να εγκατασταθούν εκεί και να αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται, έτσι ώστε να μπορέσουν να αναπτύξουν όλες τις παθογόνους για τον άνθρωπο ιδιότητές τους. Πύλες εισόδου μπορεί να είναι η λύση συνεχείας του δέρματος και οι βλεννογόνοι των συστημάτων που επικοινωνούν με το εξωτερικό περιβάλλον (αναπνευστικό, πεπτικό, ουρογεννητικό). Σε μερικές λ. το παθογόνο αίτιο εισάγεται στον οργανισμό με το τσίμπημα εντόμων (ελονοσία) ή ζώων (λύσσα) ή ακόμα και άμεσα μέσω του πλακούντα κατά τη διάρκεια της κύησης. Στα νοσοκομεία μπορεί να εισέλθουν από τα χειρουργικά τραύματα με γάζες ή με ιατρικά εργαλεία που δεν έχουν αποστειρωθεί καλά. Τέτοιες ιατρογενείς λ. ενδέχεται να μεταδοθούν και με άλλους τρόπους, όπως με σύριγγες ή με μη αποστειρωμένες βελόνες ενέσεων, με μετάγγιση αίματος ανθρώπου που έχει στο αίμα του παθογόνους μικροοργανισμούς (ελονοσία, λοιμώδης ηπατίτιδα). Σε άλλες περιπτώσεις λ. μπορεί να προκληθεί από τα μικρόβια που ζουν στις διάφορες κοιλότητες του οργανισμού ως σαπρόφυτα, όταν ελαττωθεί η φυσική άμυνα του οργανισμού από μια άλλη αρρώστια ή από περιβαλλοντική συνθήκη (επιχείλιος έρπης) ή επειδή υπάρχει κάποια συγγενής ανωμαλία (πυελονεφρίτιδα σε άτομα με συγγενείς ανωμαλίες του ουροποιητικού). Ανάλογα με την αμυντική ικανότητα του οργανισμού του προσβληθέντος ατόμου, του τρόπου εισόδου, των ιδιοτήτων και του αριθμού τους, οι λοιμογόνοι παράγοντες, αφού εισχωρήσουν, μπορεί είτε να μείνουν εντοπισμένοι στο σημείο εισόδου είτε να εισβάλουν στους γειτονικούς ιστούς, συνήθως μέσω της λεμφικής οδού, και να φτάσουν στην κυκλοφορία του αίματος, απ’ όπου στις περισσότερες περιπτώσεις εξαφανίζονται γρήγορα λόγω της καταστροφής τους ή του εντοπισμού τους σε άλλα όργανα. Οι λ. με παραμονή των μικροοργανισμών στο αίμα ονομάζονται σηψαιμίες ή πυαιμίες, αν συνυπάρχουν εστίες εντοπισμού σε διάφορα σημεία του οργανισμού. Αφού εγκατασταθούν στους ιστούς ιοί, μικρόβια ή πρωτόζωα, αρχίζουν να εκδηλώνουν την τοξική τους δράση: η ικανότητα να προκαλούν παθολογικά φαινόμενα, η οποία καλείται λοιμογόνος δύναμη, ποικίλλει ανάλογα με τον μικροοργανισμό που προκάλεσε τη λ. και μπορεί να είναι διαφορετική στους διάφορους τύπους του ίδιου μικροοργανισμού. Όσον αφορά τα μικρόβια, η παθογόνος δύναμή τους εξαρτάται μερικές φορές από την παραγωγή τοξινών που διαχέονται στους ιστούς και μπαίνουν στην κυκλοφορία, και άλλες φορές από την τοξικότητα του ίδιου του μολυσμένου αίματος, που ενώ καταστρέφεται από την άμυνα του οργανισμού ή από τη δράση των φαρμάκων δρα ως τοξική ουσία. Οι δηλητηριώδεις ουσίες που εκκρίνονται από τους μικροοργανισμούς και έχουν την ικανότητα να δρουν μακριά από το σημείο παραγωγής τους καλούνται εξωτοξίνες, ενώ η καθεμία από αυτές έχει χαρακτηριστική δράση· τα τοξικά προϊόντα που προέρχονται από την καταστροφή των μικροβιακών σωμάτων καλούνται ενδοτοξίνες και προκαλούν παθολογικά φαινόμενα που είναι σχεδόν όμοια για όλα τα είδη των μικροβίων. Στα νοσήματα που προκαλούνται από μικροοργανισμούς που παράγουν εξωτοξίνες, τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα οφείλονται στη δράση των εξωτοξινών: στον τέτανο, για παράδειγμα, η τοπική λ. δεν διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη τραυματική φλεγμονή, ενώ τα σοβαρά συμπτώματα της νόσου και ο θάνατος οφείλονται στην εξωτοξίνη· μερικές φορές η νόσος μπορεί να δημιουργηθεί μόνο από την εξωτοξίνη χωρίς την απευθείας συμμετοχή των μικροοργανισμών, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην αλλαντίαση. Λίγα είναι γνωστά για τον μηχανισμό δράσης των εξωτοξινών και των ενδοτοξινών· είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι η τετανική τοξίνη δρα επί του νευρικού συστήματος, η αλλαντική τοξίνη επί των νευρομυϊκών συνάψεων, ότι το βακτηρίδιο του Κοχ παράγει τα χαρακτηριστικά κοκκιώματα, αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο μηχανισμός της δράσης παραμένει άγνωστος. Άγνωστος είναι επίσης και ο μηχανισμός δράσης των πρωτόζωων· για το πλασμώδιο της ελονοσίας είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι καταστρέφει τα ερυθρά αιμοσφαίρια, αλλά αυτό δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί πλήρως και ικανοποιητικά η κλινική εικόνα της νόσου. Για τις ιογενείς λ. θεωρείται ότι ο αρχικός τοξικός παράγοντας συνίσταται σε μια εκτροπή του μεταβολισμού των κυττάρων όπου έχουν εισχωρήσει ιοί. Μεγάλο μέρος των λ. προκαλείται μόνο από ένα είδος μικροοργανισμών, δεν λείπουν όμως περιπτώσεις στις οποίες οι λοιμογόνοι παράγοντες είναι περισσότεροι του ενός (μεικτές λ.)· μερικά νοσήματα, συνεπώς, προκαλούνται από χαρακτηριστικούς μικροβιακούς συνδυασμούς (για παράδειγμα, η κυνάγχη του Vincent και η αεριογόνος γάγγραινα). Η πορεία μιας λ. ποικίλλει ανάλογα με το είδος, με τη λοιμογόνο δύναμη και με την αρχική ποσότητα του υπεύθυνου μικροοργανισμού, ανάλογα με τον τρόπο εισόδου του στον προσβληθέντα οργανισμό, με τις δυνατότητες άμυνας και ανοσοβιολογικής αντίδρασης. Διακρίνονται λ. με κεραυνοβόλο εξέλιξη, στις οποίες ολόκληρη η νόσος εξελίσσεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, προκαλώντας τον θάνατο του ασθενούς· πρόκειται για μορφές που παρατηρούνται κυρίως σε επιδημίες και σε μικρά παιδιά ή σε ασθενικά άτομα. Οξείες καλούνται οι λ. που, αν και διαρκούν ποικίλο χρονικό διάστημα (για παράδειγμα, επτά ημέρες για την πνευμονία, ένας μήνας για τον κοιλιακό τύφο), παρουσιάζουν μια χαρακτηριστική εξέλιξη με εμφανή και έντονα κλινικά φαινόμενα. Μερικές οξείες λ. έχουν δύο δυνατότητες λύσης: την ίαση ή τον θάνατο, όπως συμβαίνει στην πανώλη, στη χολέρα κ.ά.· άλλες, αντίθετα, μπορεί να λάβουν χρόνια μορφή, στην οποία τα κλινικά σημεία γίνονται πιο ήπια και η νόσος εξελίσσεται για μακρό χρονικό διάστημα· μερικές φορές οι χρόνιες λ. μπορεί να παρουσιαστούν από την αρχή με αυτή τη μορφή, χωρίς να προηγηθεί οξεία φάση. Λ. με χαρακτήρες ενδιάμεσους μεταξύ των οξειών και των χρόνιων καλούνται υποξείες. Ως λανθάνουσα λ. θεωρείται η κατάσταση ενός ατόμου στο οποίο αποδεικνύεται η παρουσία ενός λοιμογόνου παράγοντα, χωρίς να γίνονται αντιληπτά τα κλινικά σημεία της λ.· όταν αυτά τα φαινομενικώς υγιή άτομα που αποβάλλουν τους παθογόνους μικροοργανισμούς διά των φυσικών οδών, διασπείροντάς τους στο εξωτερικό περιβάλλον, καλούνται φορείς της νόσου. Η θεραπεία των περισσότερων λ. είναι φαρμακευτική και η πρόληψη είναι ο εμβολιασμός, όταν η νόσος είναι επικίνδυνη και το εμβόλιο υπάρχει. Σχηματική παράσταση της διάδοσης των μικροβίων και των τοξινών τους. Οι κύριες πύλες εισόδου στον οργανισμό της λοίμωξης.
* * *
η [λοιμώσσω]
το σύνολο τών φαινομένων που ακολουθούν την προσβολή ενός οργανισμού από μικροβιακό παράγοντα, περισσότερο ή λιγότερο λοιμογόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λοίμωξη — η (ιατρ.), νοσηρή κατάσταση του οργανισμού που δημιουργείται από εισβολή παθογόνων μικροβίων: Λοίμωξη του αναπνευστικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακτινομυκητίαση — Λοίμωξη των πνευμόνων. Προκαλείται από ένα βακτηρίδιο το οποίο σχηματίζει αποικίες που μοιάζουν με εκείνες των μυκήτων. * * * ή ακτινομύκωση, η Ιατρ. χρόνιο, συνήθως, λοιμώδες νόσημα, προκαλούμενο από ένα είδος ακτινομύκητα (Αctinomyces israelii) …   Dictionary of Greek

  • επιδέρμωση — Λοίμωξη που προκαλείται από μύκητα. Προσβάλλει το δέρμα ανάμεσα στα δάχτυλα του ποδιού. Αρχικά το δέρμα κοκκινίζει, γίνεται φολιδωτό και προκαλεί κνησμό, ενώ αργότερα σκάει και υγραίνεται. Οι γιατροί αντιμετωπίζουν την ε. με αντιμηκυτιακές… …   Dictionary of Greek

  • λιστερίωση — Λοίμωξη που μεταδίδεται με την κατανάλωση όχι καλά μαγειρεμένου κρέατος, μαλακού τυριού ή άλλων τροφών που έχουν μολυνθεί με βακτηρίδιο του γένους listeria. Προσβάλλει ζώα και σποραδικά τον άνθρωπο. Η κλινική εικόνα της είναι παρόμοια με εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • κολπίτιδα — Φλεγμονή του κόλπου, που οφείλεται σε τραυματικές, φυσικές, χημικές αιτίες, σε λοίμωξη (από μύκητες, τριχομονάδες κλπ.) ή σε ανεπάρκεια οιστρογόνων (ατροφική κ. μετά την εμμηνόπαυση). Μπορεί να επεκταθεί σε τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα ή φλεγμονή… …   Dictionary of Greek

  • έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …   Dictionary of Greek

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοφατνιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φατνία τών δοντιών 2. φρ. α) «οδοντοφατνιακό κοκκίωμα» ιατρ. δημιουργία κοκκιωματώδους ιστού στη ρίζα δοντιού που έχει προσβληθεί από τερηδόνα β) «οδοντοφατνιακή λοίμωξη» ιατρ. τοπική ή γενική λοίμωξη… …   Dictionary of Greek

  • σηψαιμία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση λοιμώδους φύσης, που αφορά ολόκληρο τον οργανισμό εξαιτίας γενικευμένης εισβολής μικρόβιων. Η σ. οφείλεται ή σε εξαιρετική λοιμογόνα δύναμη του υπεύθυνου μικρόβιου ή, συχνότερα, σε μείωση των αμυντικών δυνατοτήτων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”